- κουτοπονηριά
- η [κουτοπόνηρος]1. καχυποψία που οφείλεται σε έλλειψη ευρείας αντιλήψεως2. προσποιητή αφέλεια πονηρού ανθρώπου ή πονηρία κουτού ανθρώπου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουτοπονηριά — η η πονηριά κουτού ανθρώπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μικροπονηριά — και μικροπονηρία η 1. η ιδιότητα τού μικροπόνηρου, κουτοπονηριά 2. πράξη που οφείλεται σε μικροπονηρίά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικροπόνηρος. Η λ., στον τ. μικροπονηρία, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek